- βασιληίς
- βασιληΐς, η (Α) [βασιλεύς]1. ως επίθ. βασιλική, αυτή που ταιριάζει σε βασιλιά2. ως ουσ. η βασίλισσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βασιληίς — royal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδα — βασιληίς royal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδας — βασιληίς royal fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδες — βασιληίς royal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδι — βασιληίς royal fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιληίδος — βασιληίς royal fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] … Dictionary of Greek